- φάρξις
- -εως, ἡ, Αβλ. φράξις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ … Dictionary of Greek
φράξις — και φάρξις, εως, ἡ, Α φραγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο θ. φραξ τού ἔφραξα, αόρ. τού φράζω* (II)] … Dictionary of Greek